φιλοσωμάτως

φιλοσωμάτως
Α
επίρρ. βλ. φιλοσώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλοσωμάτως — φιλοσώματος loving the body adverbial φιλοσώματος loving the body masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσώματος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά και περιποιείται το σώμα του («ἀνὴρ φιλοσώματος καλλωπίστριαν γυναῑκα ποιεῑ», Πλούτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοσώματον η φιλοσωματία*. επίρρ... φιλοσωμάτως Α με φιλοσωματία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σώματος (< σῶμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”